Αναμνήσεις από το χωριό

Ένα δείγμα συνεργασίας και αλληλεγγύης των χωριών είναι και το παρακάτω.


Τον Νοέμβριο του 1912 ο καπετάν Κορδίστας με την ομάδα του πήγε στο χωριό ‘’Λειβάδια Τούχουλη’’, εκεί τον ακολούθησαν και αρκετοί νέοι από τα χωριά Πεύκο και Κοτύλη. Μόλις έφτασαν στο χωριό Λειβάδια Τούχουλη , ο προύχοντας του χωριού Τζεμάλ Μπέης και οι άλλοι κάτοικοι του χωριού τους υποδέχθηκαν ανύποπτοι και τους φιλοξένησαν στα σπίτια τους.Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Κορδίστας ειδοποίησε να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι του χωριού στο σχολείο εκεί τους χώρισε άνδρες και γυναίκες και τους μεν, άνδρες τους έκλεισε στο σχολείο και τις γυναίκες σε ένα σπίτι και σε άλλο μάζεψε όλα τα πτώματα και τα έβαλε σε μια αχυρώνα. Εκεί έβαλε φωτιά στην αχυρώνα και τους έκαψε όλους. Φωτιά έβαλε και έκαψε και όλα τα σπίτια του χωριού και έφυγε. Δύο όμως από τους Τούρκους χωρικούς δεν είχαν σκοτωθεί, απλώς μονάχα είχαν πληγωθεί και είχαν λιποθυμήσει. Στην αχυρώνα όμως συνήλθαν και κατόρθωσαν και βγήκαν έξω και σιγά-σιγά απομακρύνθηκαν από το καιόμενο χωριό. Αφού συνήλθαν καλά έτρεξαν και έφεραν την είδηση στο γειτονικό Αλβανικό χωριό ‘’Ζαγάρι’’. Τους διηγήθηκαν όσα έπαθαν και τους προειδοποίησαν πως το ίδιο θα πάθουν και αυτοί  αν θα δεχθούν στο χωριό τους τον οπλαρχηγό Κορδίστα. Οι κάτοικοι του χωριού Ζαγάρι συνεννοήθηκαν και με τους κατοίκους του χωριού ‘’Φούσια’’ και αφού οπλίσθηκαν όλοι αποφάσισαν να πολεμήσουν τον Κορδίστα και να μην τον αφήσουν να μπει στα χωριά τους. Από τη ‘’Φούσια’’ όμως, ο Φετή Μπέης, φίλος του Ιωάννη Κοτρώνη (οπλαρχηγός και αυτός από το Γιαννοχώρι) με έναν ακόμα, την νύχτα πήγανε στο Γιαννοχώρι και ανάφεραν όλη την κατάσταση στον Κοτρώνη και ζήτησαν την βοήθειά του. Ο Κοτρώνης με είκοσι ένοπλα παλληκάρια από το Γιαννοχώρι πήγε αμέσως στο Ζαγάρι τους καθησύχασε και πήγε να συναντήσει τον Κορδίστα. Όταν ανταμώθηκαν του είπε ότι το σχέδιό του προδόθηκε από δυο που δεν είχαν σκοτωθεί και καλά θα κάνει να μην πάει στο Ζαγάρι γιατί τον περιμένουν οπλισμένοι οι κάτοικοι και είναι έτοιμα τα χωριά για να τον πολεμήσουν. Ο Κορδίστας δέχτηκε τη γνώμη του κοτρώνη και μαζί πήγανε στο Γιαννοχώρι. Οι Αλβανοί όμως, κάτοικοι των χωριών Ζαγάρι και Φούσια δεν έμειναν ικανοποιημένοι με την καθησυχαστική υπόσχεση του Κοτρώνη, αλλά έστειλαν παράλληλα και ειδοποίησαν τον Νεότουρκο Σαλή Μπούτκα και τον παρακάλεσαν να τους  προστατέψει. Ο Σαλή Μπούτκας με δύο παιδιά του που ήταν και αυτοί οπλαρχηγοί, αφού συγκέντρωσαν περισσότερους από 200 οπλισμένους πήγαν στο Ζαγάρι. Το ίδιο έκανε και ο γαμπρός του Τζαμά Μπέη που υπηρετούσε στον Τουρκικό στρατό με το βαθμό του λοχαγού, όταν έμαθε την σφαγή και το κακό του χωριού του έφτασε και αυτός στο Ζαγάρι. Έτσι η κατάσταση όλης της περιοχής ήταν ηλεκτρισμένη  και πολύ κρίσιμη και ιδίως τα πέντε Ελληνικά και χριστιανικά χωριά (Καλή βρύση-Γιαννοχώρι-Μονόπυλο-Σλήμνιτσα-Λειβαδοτόπι) που ήταν μόνα και τριγυρισμένα από τουρκοχώρια, διέτρεχαν τον κίνδυνο της καταστροφής και του αφανισμού και προ παντός το Γιαννοχώρι γιατί από εκεί ήταν και εκεί πήγε με τους  άνδρες του ο Κορδίστας. Ο Σαλή Μπούτκας αφού ταχτοποιήθηκε στο Ζαγόρι, παρήγγειλε στους κατοίκους του Γιαννοχωρίου να παραδώσουν τα όπλα γιατί αλλιώς θα έρθει και θα κάψει το χωριό. Ο Ιωάννης Κοτρώνης όμως με τον Δημήτριο Κορδίστα αφού εσκέφτηκαν και μελέτησαν την υπόθεση και με την επιτροπή του χωριού, απάντησαν  ως εξής στον Σαλή Μπούτκα ‘’τα όπλα τα έχουμε έτοιμα, έλα να τα πάρεις’’. Ο σαλή Μπούτκας όταν πήρε αυτή την απάντηση αποφάσισε να επιτεθεί και να καταστρέψει το Γιαννοχώρι. Αυτά όλα έγιναν από τις 20 μέχρι τις 27 Νοεμβρίου του 1912. Στις 28 Νοεμβρίου ο Σαλή Μπούτκας από το Ζαγάρι έφυγε και πήγε στα Λειβάδια Τούχουλι και από εκεί στο Πεύκο. Οι κάτοικοι του πεύκου, έπειτα από την μάχη που έκαναν για να εμποδίσουν  τον Σαλή Μπούτκα, εγκατέλειψαν το χωριό τους και έφυγαν, ο δε Σαλή Μπούτκας αφού μπήκε στο χωριό είπε και έβαλαν φωτιά σε μερικά μονάχα σπίτια και ξαναγύρισε στο Ζαγάρι. Οι οπλισμένοι αντάρτες του Κορδίστα και του Κοτρώνη  όταν έμαθαν πως ο Σαλή Μπούτκας χτύπησε το Πεύκο, αποφάσισαν και έτρεξαν να βοηθήσουν τους κατοίκους του Πεύκου . Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε ο Ιωάννης Κοτρώνης. Η κατάσταση στα πέντε Ελληνικά χωριά ήταν πολύ επικίνδυνη γιατί ο Σαλή Μπούτκας φοβέρισε ότι θα επιτεθεί και θα χτυπήσει το Γιαννοχώρι, θα κατασφάξει τους κατοίκους και θα κάψει τα σπίτια. Οι οπλαρχηγοί Νικόλαος Μπέλλος και καπετάν Σούλιος, που δρούσαν  σε άλλες περιοχές, όταν έμαθαν τις φοβερές και τις απειλές αυτές του Σαλή Μπούτκα έτρεξαν να βοηθήσουν τα πέντε χωριά. Είχαν μαζί τους αρκετούς οπλοφόρους. Έφτασαν στο Γιαννοχώρι αντάμωσαν τον Δημήτρη Κορδίστα, κάλεσαν τους προύχοντες του χωριού και αφού το συζήτησαν το θέμα μαζί τους, απεφάσισαν να αντισταθούν στην επιδρομή αυτή του Σαλή Μπούτκα, αφού πρώτα ειδοποιήσουν και τα άλλα χωριά να είναι έτοιμα και να ζητήσουν και τη βοήθειά τους. Έτσι ο Κοτρώνης και ο Κορδίστας έστειλαν τον καπετάν Μπέλλο  στην καλη βρύση για να τους ενημερώσει και να ζητήσει ενίσχυση. Εκεί αφού συγκεντρώθηκαν οι δημογέροντες του χωριού στο σπίτι του γερο-Θεμελή Σιάπκαρη και ο καπετάν Μπέλλος τους διάβασε το απειλητικό γράμμα του Σαλή Μπούτκα και ζήτησε να μαζευτούν όλα τα παλικάρια της Καλη βρύσης  και να τον ακολουθήσουν στο Γιαννοχώρι για να αναμετρηθούν με τους Τουρκαλβανούς. Οι δημογέροντες συζήτησαν πολύ ώρα την κατάσταση με κάθε λεπτομέρεια και απεφάσισαν όχι μονάχα να μην απομακρυνθεί η δύναμη από την Καλη βρύση αλλά και να την ενισχύσουν ακόμη περισσότερο, γιατί αν ο Σαλή  Μπούτκας έχει σκοπό να καταστρέψει τα πέντε Ελληνικά αυτά χωριά, πολύ δε περισσότερο το Γιαννοχώρι, πρώτη του φροντίδα θα είναι να καταστρέψει και να εξουδετερώσει την Καλη βρύση για να εξασφαλίσει έτσι τις πλάτες του και μετά θα χτυπήσει το Γιαννοχώρι (όπως και έγινε). Ο καπετάν Μπέλλος όταν είδε ότι ήταν αδύνατο να πείσει τους δημογέροντες και περισσότερο τον γερο-Θεμελή για να του δώσουν δύναμη από την Καλη βρύση έφυγε θυμωμένος και φοβερίζοντάς τους και κυρίως τον γερο –Θεμελή (ντεντο Μέλλιο), στο σπίτι του οποίου είχε μείνει πολλές φορές ο καπετάν Μπέλλος με τα παλικάρια του, του είπε επί λέξη ‘’να έχεις χάρη βρε γέρο που είμαι στο σπίτι σου, αλλιώς ξέρω εγώ τι σου χρειαζότανε’’.







             ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΥΛΟΓΟ ΚΑΛΗ-ΒΡΥΣΙΩΤΩΝ Η ΑΛΕΒΙΤΣΑ


Αγαπητοί χωριανοί θα σας αναφέρω μερικά απ’ αυτά που ξεύρω για το χωριό, εγώ το 1904 έφυγα για την Αμερική, το 1910 ήρθα στο χωριό, το 1911 παντρεύτηκα, το 1912 ήταν αντάρτες, ήταν ένας Κολε-Κορδίστας βλάχος αυτός  πήγαινε με τα πρόβατα  εις τα Αλβανικά βοσκοτόπια, ένα χωριουδάκι Λειβαδιά το οποίο ήταν μόνο 5 οικογένειες ποιος ξεύρη τι τον είχαν κάνει οι Αλβανοί, αυτός για να τους εκδεικηθεί το 1912 βγήκε αντάρτης και πήγε εις το μικρό αυτό χωριουδάκι Λειβάδια, ήταν μόνον 5 οικογένειες τα μάζεψε όλα τα γυναικόπαιδα τα έβαλε στην αχυρώνα και τα έκαψε, μόνον ένας γλύτωσε πήγε εις το χωριό. Μπούτκα ήταν αυτός ο Σαλή σαν αρχηγός μόλις έμαθε την είδηση αυτήν αγρίεψε και τους φώναξε και μαζεύτηκαν άνω των 1000 ανδρών για να κυνηγήσουν τον Κολε-Κορδίστα απάνω στο βουνό από το Γιαννοχώρι το Τσόρνο πολεμώντας τον Στιόλυ σαν τον Γιάντιο που ήταν από το Γιαννοχώρι αυτοί , μόλις σκοτώθηκε ο Γιάντιος οπισθοχώρησαν οι αντάρτες πήγαν εις τον τόπον που ήταν σκοτωμένος  ο Γιάνκος  τον γνώρισαν και λένε βρέ αυτός είναι ο Γιάνκης από το Γιαννοχώρ,ι και λένε αυτοί μας έκαψαν, και είπαν ο σκοπός για το Γιαννοχώρι  εν τω μεταξύ οι χωριανοί είχαν πάρει τα προφυλακτικά μέτρα, ήταν αρκετοί με τα όπλα και είχαν πιάσει καρτέρι, εν τω μεταξύ ο Ανδρέας Σάρρον πατέρας του Πέτρου είχε πάει στην Αλεβίτσα,  μόλις είδε στο 3ο φυλάκιο έρχονταν οι Αλβανοί οι οποίοι ήταν άνω των 1000, ο Ανδρέας πυροβόλησε αλλά οι Αλβανοί μόλις άκουσαν πυροβολισμούς και γύρισαν αντί να πάνε για το Γιανώρη γύρισαν για την Καλη-βρύση είχαν καρτέρι απέναντι από το φυλάκιο ,ήταν μερικοί ο Γεώργιος Δημηρόπουλος  και Ευθύμιος Κωτσόπουλος ήταν και ο αδελφός μου ο Στέφανος μαζί με τον Παναγιώτη Κωτσόπουλο είδαν που ήταν μεγάλη δύναμη σκορπίστηκαν ο αδελφός μου Στέφανος και Παναγιώτης πήγαν εις το σπίτι του Παναγιώτη πήραν ψωμί και πήγαν εις το απέναντι του χωριού μας περιμένουν οι Αλβανοί ήρθαν εις το χωριό και όσους βρήκαν τους σκότωσαν ο Αντώνης Παπαδόπουλος πυροβολούσε από το σπίτι οι αλβανοί που ήταν μεγάλη δύναμη πήγαν και έβαλαν φωτιά εις το σπίτι του Αντώνη και τον έκαψαν ζωντανό με τον πυροβολισμό που πυροβόλησε ο Ανδρέας από την Αλεβίτσα φόρτωσα 2 μουλάρια μόνον την προίκα της γυναίκας μου και φύγαμε για την Διποταμιά , όπως ήταν και πολλοί άλλοι πρόσφυγες Διποταμιότες συναντιούνται και λένε όποιος έχει πρόσφυγας  χριστιανός ο καθένας να τους καθαρίσει εν τω μεταξύ ήταν ένας Κιαζήμης του Εμήν Αλίτη  γιός ο οποίος ήταν στρατιώτης  και είδε ότι κατέρρευσε ο Τούρκικος στρατός το έσκασε και έφυγαν για το χωριό Διποταμιά εκεί που συζητούσαν να μας καθαρίσουν ο καθένας που είχαν από τους χριστιανούς πρόσφυγες ακούει ο Κιαζίμης και τους ρωτάει τι θέλετε να κάμετε τους είπαν το μυστικό και τους λέει τον σκοπό που έχετε να κάμετε ύστερα πάμε όλοι χαμένοι ο Ελληνικός στρατός είναι εις την  Οινόη όπως ήταν για την Κορυτσά και έτσι σταμάτησαν το κακό εμείς την ζωή μας χρεωστάμε εις τον Κιαζήμη θεός συγχορέστον το 1912 που γυρίσαμε εις το χωριό ένας έφερε Βουλγάρα δάσκαλο ο Θεόδωρος Κουτέλας έτσι τον φωνάζανε είχε καφενείο με δύο παράθυρα που έβλεπαν εις το δρόμο ο πατέρας μου ήταν πρόεδρος η δασκάλα που ήταν εις το καφενείο ήταν στην γειτονιά μας εκεί ήταν ο δρόμος να περνάμε βλέπει ο πατέρας   πληροφορήθηκε ότι ήταν Βουλγάρα αμέσως πήγε εις τον Βασίλη Φυσσέα που ήταν σύμβουλος και τον είπε μας έφεραν δασκάλα Βουλγάρα αμέσως φώναξαν τον Γεώργιο Δημηρόπουλο και τον Ευθύμιο Κωτσόπουλο αυτοί ήταν τολμηροί και έτσι με το ξύλο την κυνήγησαν τη δασκάλα αυτά είναι εις το μυαλό μου αυτά σας γράφω εγώ Φιλίππου Θωμάς. 


                                     ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΚΑΛΗ - ΒΡΥΣΙΩΤΗ


Σαν γέννημα θρέμμα της Καλη-βρύσης δεν θα προσθέσω πολλές φιλοδοξίες, παρά θα περιορισθώ σε αυτές που έμαθα από τον πατέρα μου και από την ζωή μου. Για την Καλη-βρύση ως αναφορά δια το χτίσιμο του χωριού, γνωρίζω από Πτελέους ότι το χωριό αποτελείται από καλύβια εις τα οποία κατοικούσαν διάφορες οικογένειες που είχαν εγκαταλείψει από την οργή του κατακτητή (από τους Τούρκους) οι οποίοι είχαν διαλέξει ως καταφύγιο λόγω της θέσεως που βρίσκετε το χωριό εις τους πρόποδας της Αλεβίτσας και αυτή βέβαια είχαν πολύ αγάπη π.χ. οι Κωτσοπουλέοι , οι Νανέοι, οι Σαραίοι Βέλιου και φαίνεται να ήσαν από τους πρώτους οι οποίοι εξασκούσανε το επάγγελμα του κτίστου μετά οι Δημηροπουλέοι αυτοί ασχολούνταν με την Γεωργία , οι Μαυρουδέοι επί το πλείστον με διάφορα επαγγέλματα, οι Παπαδοπουλέοι, Γκέρσοι  σχεδόν το κύριον επάγγελμα ήταν κτίσται ολίγοι υλοτόμοι, οι Σιαπκαρέοι και μερικοί είναι οι Φιλιππαίοι ασχολούντο επί το πλείστον με την γεωργία και οι Παπαδοπουλέοι , τελευταίος ο Γεώργιος Δημηρόπουλος  ανακατεύθηκε με το εμπόριο που τροφοδοτούσε τους κατοίκους με διάφορα τρόφιμα που τα έφερνε από το Σόροβιτς σημερινό Αμύνταιο ταξίδευε και μέχρι την Καλαμπάκα δια να φέρνει καλαμπόκι όταν δεν υπήρχε ψωμί διότι λόγω της θέσεως  αποκλείετο από τα χιόνια που πολλά χρόνια δεν έφευγαν και μέχρι τον Μάιο. Αυτοί είναι οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού που άγνωστο από πού προέρχεται ο ένας με τον άλλον, έτσι έκαναν ένα χωριό που το ονόμασαν Καλέβιστα, το οποίο εξηγείται  είναι συγκεντρωμένα καλύβια.

Εγώ έμεινα ορφανός από μάνα μόλις επτά χρονών και εγνώρισα ως μάνα την γιαγιά μου η οποία πέθανε μετά 3 χρόνια. Εγνώρισα πολλές φρικαλεότητες από τους Τουρκαλάδες την αρπαγή του μικρού μου ποιμνίου που μας το πήρανε από το αχούρι μια νύχτα, δίχως βέβαια να τους φέρουμε αντίσταση, διότι άνδρα δεν είχαμε στο σπίτι γιατί ευρίσκονταν στην ξενιτιά και ήταν ανενόχλητοι, τα μάζεψαν τα γιδοπρόβατα η αρβανιτάδες από την Βιδόβα. Δευτέρα φρίκη κατάλαβα μία βραδιά τις Αναστάσεως  που έμαθαν οι Βιδοβιόται που μας είχαν στείλει λίγα γρόσια για το Πάσχα ο πατέρας και τα αδέλφια μου που ήσαν στα ξένα και ήθελαν να μας τα πάρουν, αλλά πώς θα έρχονταν την ώρα που θα πηγαίναμε στην εκκλησία δια την Ανάσταση του Σωτήρος μας, και ανενόχλητοι θα έμπαιναν από ένα παράθυρο που είχαμε προς το μέρος των Κυραίων. Αλλά την ώρα που έκαναν τα σχέδια εις το μικρό μαγαζί του Ναούμ Κύρου τους άκουσε να κρυφομιλούν και να κοιτάζουν προς το παράθυρο, κατάλαβε περί τίνος πρόκειται και ειδοποίησε την γιαγιά μου και οι γυναίκες  το έχτισαν το παράθυρο με πέτρες . Το βράδυ όταν ήρθαν το βρήκαν το παράθυρο κλειστό και επιχείρησαν να μπουν από την απάνω πορτούλα που δεν επικοινωνούσε με κανένα σπίτι διότι από εκεί άρχισαν διάφορα μικρά δασίλια και κατέληγαν προς την Αλεβίτσα ή το Βιδόβα αλλά τι έκπληξη τους βρήκε εκεί ; Επιχείρησαν με τις κάμες(δίκοπα μαχαίρια) να σπρώξουν τον λοστό τις πορτίτσας, ακούστηκε η φωνή της γιαγιάς μου, φωνή καπετάνιου που πρόκειται να αντιμετωπίσει τον αντίπαλό του, φώναξε εις την Αλβανική:'' Νύφες γρήγορα πάρτε  τα τσεκούρια και ταμπουρωθείτε πίσω από την πόρτα για να κάνουμε το πασχαλινό κουρμπάνι'' εγώ εν τω μεταξύ την έσφιγγα από την ποδιά της, κατάλαβα φρίκη, και έτρεμα από το φόβο διότι ήξερα τι μας περίμενε εάν έμπαινα μέσα, αλλά το θαύμα έγινε, οι αρβανιτάδες έφυγαν χωρίς να επιχειρήσουν να μπουν διότι ήξεραν τι τους περίμενε, μετ’ολίγον ακούσαμε να φωνάζουν έξω άνδρες από το χωριό που περιπολούσαν γιατί  λείπαμε από την Ανάσταση,  διότι το είχαμε έθιμο εάν έλειπε κάποια οικογένεια δεν έβγαζαν την ανάσταση, έπρεπε να είναι όλο το χωριό . Έτσι και έμαθαν τα συμβάντα και έμειναν δια να φρουρούν το σπίτι και εμείς επήγαμε εις την Ανάσταση. Οι θηριωδίες των ατάκτων τότε Tουρκαλβανών ήσαν πάρα πολλές, το ευτύχημα ήτο που όλοι ευρίσκοντο εις το χωριό, άνδρες οπλοφορούσαν και μόνον τότε τολμούσαν να επιτίθενται συχνά διότι την τιμωρία που τους περίμενε την ήξεραν οι κάτοικοι  του χωριού επί το πλείστον οικοδόμοι όπως αναφέρω και παραπάνω δούλευαν εις τα Τουρκικά χωριά και πολλοί από τους Τούρκους υποστηρίζουν τους κατοίκους μας διότι τους είχαν ανάγκη και οι ποιο άποροι Τούρκοι από αυτοί ήσαν και οι άτακτοι που έκαμαν διάφορες ζωοκλοπές ήσαν αυτοί και οι ίδιοι Τούρκοι νοικοκύρηδες που ήταν στα χωριά αυτά τους φοβούνταν διότι δεν το είχε για τίποτε να βγει στο δρόμο ή στο χωράφι να τον σκοτώσει για μια παρεξήγηση. Στο χωριό μας είχε τέσσερα μπακάλικα 1)του Ζήση Ντούλα 2) Παπαιωάννου που ήταν και ράφτης και δάσκαλος έπειτα έγινε και παπάς 3) του Θεόδωρου Μαυρουδή και του Γεωργίου Δημηρόπουλου που  ήτο το μεγαλύτερο διότι είχε δικά του μουλάρια (επτά έως οκτώ) έκανε και τον αγωγιάτη μέχρι το Αμύνταιο (Ζούροβιτς) και από εκεί έφερνε διάφορα εμπορεύματα και τρόφιμα όπως αναφέρω και παραπάνω και 5)του Ναούμ Κύρου που έκανε και τον ράφτη  ---------- τα νηπιακά μου χρόνια πριν γίνει το σύνταγμα (Χουριέτ) δρούσαν τα κομιτάτα, κάποια χρόνια ήθελαν να εισχωρήσουν και εις το χωριό μας επειδή τα αντάρτικα σώματα ήταν πολλή αραιά, βρήκαν την ευκαιρία δια να φέρουν προπαγανδιστές και στο χωριό μας με αυτό κατόρθωσαν (κανά δύο επιτήδειοι τα ονόματα μου διαφεύγουν διότι ήμουν πολύ μικρός) να φέρουν μία δασκάλα Βουλγάρα  και να μας απαγορεύσουν να απαγγείλουμε το τραγούδι ‘’απορώ Μακεδονία πώς βαστάς ,υπομονή για να βλέπουν τα παιδιά σου μέρα νύχτα  τη σφαγή’’. Τότε έγινε μια επανάσταση  από τους δημογέροντες,  Θεμελή Σιάπκαρη ,ο παπούς ο Τζέκος  που είχε τότε 103 χρόνια στη ράχη του ,ο γέρος Φιλίππου , ο Παύλος Δημηρόπουλος και πολλοί άλλοι που δεν τους θυμάμαι, να την διώξουν την δασκάλα η οποία εγκαταστάθηκε σε ένα διαμέρισμα κάτω από το σχολείο μας, αλλά στο διάστημα το πολύ μικρό που έκανε στο χωριό μας κανένα παιδί δεν την ζύγωσε και έτσι την πρωτομαγιά την ανέβασαν εις την κορυφή της Αλεβίτσας κρυολόγησε πήγε στο γιατρό ο οποίος διαπίστωσε πώς δεν ήταν κρυολόγημα παρά κάτι άλλο που τις το είπε χαρακτηριστικά:'' αυτή η αρρώστια είναι να σου φέρει αγόρι θα το ονομάσεις Αχιλλέα, εάν είναι κορίτσι θα το ονομάσεις Ελευθερία'' και έτσι το χωριό μας απαλλάχθηκε από έναν λεκέ που τον λέγαμε κομιτατζή , διότι βλέπαμε με τα μάτια μας τα χωριά μας προς το Ντεβόλη Κορέστα κ.α.   που κάθε βράδυ σκορπούσαν τον θάνατο και την καταστροφή να παραδίδονται στις φλόγες, και οι δικές μας γυναίκες , έβγαιναν εις το αλώνι μας που από εκεί φαίνεται όλο το λεκανοπέδιο Κλεισούρα ,Βίτσι, Μιράβα και Γράμμο προς την δύση και ψιθυρίζανε οι γυναίκες ‘’τα καημένα τα παιδάκια ποιος ξέρει πώς κλαίνε που σφάζουν τις μανάδες τους’’ και εγώ να τρέμω κουλουριασμένος στην ποδιά τις γιαγιάς  μου. Ώσπου έθεσε τέρμα ο δεσπότης Καραβαγγέλης   τότε τις Καστοριάς. Άρχισε να σκορπά τον σπόρο τις αναγέννησης, την λευτεριά να περιοδεύει τα χωριά με μια διμοιρία Τουρκικό στρατό καβάλα σε ένα ψαρί άλογο με γιγαντιαίο ανάστημα με αυταπάρνηση και φλογερή αγάπη για το γένος να σκορπά τον σπόρο τις αγάπης και την λευτεριά, να μας φέρνει το μήνυμα με εκείνα τα αξέχαστα θούρια του Ρήγα Φεραίου και άλλα πολλά ‘’ως πότε παλικάρια, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά ‘’κ.α. . Τότε ποια άρχισαν τα αντάρτικα σώματα  να πυκνώνουνε  και να έρχονται κάθε βράδυ στο χωριό μας καπεταναίοι με γενναίες ψυχές,  που το κονάκι τους ήτο το σπίτι μας λόγω τις θέσεως που είχε διότι ήτο εις την άκρη του χωριού να με παίρνουν εις την αγκαλιά τους να μου δίνουν γρόσια αλλά εγώ να τρέμω από φόβο διότι τους έβλεπα γενειοφόρους και αρματωμένους  έως τα δόντια, είναι να μην τους φοβάσαι; εδώ κλείνω την αφήγησή μου μέχρι το 1912, οπότε αρχίζει η περίοδος της πρώτης καταστροφής του χωριού μας. Το 1912 κύρηξαν  τα Βαλκάνια για τον πόλεμο κατά της Τουρκικής αυτοκρατορίας με σκοπό να ελευθερώσουν την Ελληνική Μακεδονία, Γιουγκοσλαβική σήμερα Βουλγαρικών και Ρουμανικών(Ντόπριτζα άνω και κάτω) οι Τούρκοι μόλις έμαθαν, έκαναν γενική επιστράτευση μάζεψαν μέχρι και πενήντα χρονών άνδρες και τους όπλισαν με ότι είδους όπλα διέθετε εκείνην  την εποχή Καπακλίδες ,Γκράδες και τα τελευταία Μάουζερ τα νεότερα, και για τους νεότερους οι Τούρκοι  οπλισμένοι με τον οπλισμό τους, περνούσαν από το χωριό μας και φώναζαν προκλητικά: ''Πάμε για την Αθήνα να μου κάνει καφέ η Όλγα τότε βασιλιά του Γεωργίου Α΄ θα μας το σερβίρει η Σοφία του διαδόχου και αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου του 12ου '' ,και τραβούσαν προς τα κάτω εμείς βέβαια φοβόμασταν γιατί εάν κέρδιζαν τον πόλεμο ξέραμε τι μας περίμενε υπήρχαν όμως και Τούρκοι εγγράμματοι που είχαν διαβάσει παλιά βιβλία , αυτοί έλεγαν εις τον πατέρα μου που είχε στενή φιλία μ’αυτούς , συγκεκριμένα ένας λέγοντας στην Αλίτ είχε ένα γιό Κιαλήμ ενγγράματο αυτός έλεγε εις τον πατέρα μου, μη φοβάστε μπαρμπα-Θεμελή διότι αυτά τα τσακάλια δεν θα πάει πολύς καιρός και θα τους ειδής με κατεβασμένα μούτρα να επιστρέφουν από τον πόλεμο αυτόν ηττημένοι,  διότι τα χαρτιά μας μας λένε , τον πόλεμο αυτόν θα τον χάσουμε και μετά από κάμποσα χρόνια δεν θα υπάρχει Τούρκικος σπόρος στην Ελλάδα όπως και έγινε. Μετά 2-3 μήνες το φθινόπωρο άρχισαν να επιστρέφουν οι Τουρκαλάδες στα σπίτια των μαζί με τον οπλισμό τους φοβισμένοι ,πανικόβλητοι, ζήτησαν να παραδώσουν τα όπλα τους εις τους αντάρτες και κομιτατζήδες που ήσαν σύμμαχοι πια, κατέβηκαν στη Ρέβανη σημερινή Διποταμιά, ζήτησαν η πρόκριτη ασφάλεια από τους καπεταναίους, που τους παρεχωρήθη βάζοντας εθνοφρουρούς από το χωριό μας που ένας από αυτούς ήταν και ο πατέρας μου με ένα όπλο καπακλίδικο μετά κάμποσες ημέρες έγινε μια οπισθοχώρηση εις τον Περδίκα (Ναλπάνκι) Καιλαρίου οπότε ήθελαν οι Τούρκοι να ξεσηκωθούν είχαν μεσολαβήση και κάτι επεισόδια εις τα χωριά του Γράμμου. Το επεισόδιο δημιουργήθηκε ως εξής: Ο Καπετάν Μπέλος με άνδρες από το Γιαννοχώρι επήγανε στο μικρό χωριό του Γράμμου Ζαγάρι, Αγίου Ζαχαρία σήμερα, μάζεψαν όλους τους Τούρκους και τα γυναικόπαιδα τα έβαλαν  σε μια αχυρώνα και τους έκαψαν ζωντανούς μόνον 2 Τούρκοι κατόρθωσαν να διαφύγουν, αυτοί πήγαν και ειδοποίησαν τον τότε Καπετάν Σαλι-μπούτκα ο οποίος δεν είχε παραδοθεί αυτός θύμωσε και αποφάσισε να κάψει το Γιαννοχώρι διότι οι δύο Τούρκοι που γλύτωσαν, του είπαν πώς ο Μπέλλος με τους Γιαννοχωρίτες έκαναν αυτό το κακό και για αντίποινα τους  έστειλε γράμμα δια να τον περιμένουν δια να αναμετρηθούν. Ο Καπετάν Μπέλος μόλις πήρε το απειλητικό γράμμα έσπευσε να ζητήσει ενίσχυση από το χωριό μας να μαζέψει όλα τα παιδιά του χωριού μας δια να τον αντιμετωπίσουν τον Σαλι-Μπούτκα. Την 5η Δεκεμβρίου προς την 6η ήρθε εις το χωριό μας και κατέλυσε εις το σπίτι μας όπως πάντα εκεί είχε το κατάλυμα, μάζεψε όλους τους δημογέροντες και τα οπλισμένα παιδιά και διάβασε το γράμμα του Σαλι-Μπούτκα και εζήτων την δέουσα ενίσχυση, τότε του είπε ο πατέρας μου δεν μπορούμε να αφήσουμε το χωριό μας, μάλλον πρέπει να ενισχύσουμε τα δικά μας υψώματα διότι εάν δεν μας εξουδετερώσει εμάς δεν πρόκειται να βαρέσει το Γιαννοχώρι λόγω τις θέσης που κατέχει το Γιαννοχώρι, όπως το ξέρουν όλοι όπως και έγινε τότε ο Μπέλος θύμωσε κατά τον πατέρα μου και του είπε έτσι επί λέξη: ''γέρο εάν δεν βρισκόμουνα στο σπίτι σου και εγώ δεν ξέρω τι θα σε έκανα'' και σηκώθηκε και έφυγε χωρίς να πάει και στο Γιαννοχώρι. Την άλλη μέρα κατά τις 10 το πρωί αντίκρισαν οι δικοί μας από το παρατηρητήριο Αλεβίτσα και Ραμνίνη  και κατά μήκος της μπροστά που είχαμε οχυρώση μα συστηματικά οχυρά, μόλις αντίκρισαν τον επιδρομέα έβαλαν κατ' αυτόν, διασκόρπισαν, πάλιν συνγκεντρώθηκαν, πάλιν τους έβαλαν οι δικοί μας οπότε άρχισαν και εκείνοι να βάζουν, αλλά ήτο αδύνατο να τους συγκρατήσουν οι δικοί μας αν και ήταν οχυρωμένοι καλά, αλλά λόγω της θέσεως που αποτελείται από χαράδρες και πυκνά δασύλλια ήταν αδύνατον να τους συγκρατήσουν οι δικοί μας διότι δεν είχαν και διοίκηση δια να πειθαρχήσουν έτσι βάσταξαν 2 ώρες έως να φύγουν τα γυναικόπαιδα προς την Διποταμιά (Ρεβάνη) και έτσι μπήκαν μέσα άρχισαν να λεηλατούν και να καίνε σπίτια και αχυρώνες  θυμάμαι ήταν το πρώτο θύμα ο Παύλος Δημηρόπουλος, γέρων ο Αντώνης Παπαδόπουλος ο οποίος ταμπουρώθηκε εις το σπίτι του που είχε κτισμένα τα παράθυρα τους έβαλε από μέσα ώσπου τον έκαψαν ζωντανό. Αυτός ετίμησε με το ολοκαύτωμά του και την αυταπάρνισήν του, το χωριό μας που πρέπει να του χρωστά ευγνωμοσήνη κάθε Καλεβιστιανός. Την άλλη μέρα φύγαμε από την Ρεβάνη με τα λίγα ρούχα που είχαμε πάρει μαζί μας προς την Οινόη, αντικρίσαμε το δοξασμένο ιππικό, και από πίσω το πεζικό προελαύνοντας προς την Βίγλιστα και εκείθεν εις Κορυτσά, από τότε  μέχρι το 1915 οπότε και έφυγα από το χωριό δια Θεσσαλονίκη και από εκεί στρατιώτης, δεν ξέρω τι έγινε ούτε πώς ερημώθηκε.
ΣΙΑΠΚΑΡΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
Καλεβιστιώτης





Γράφω ότι θυμούμαι ιστορικό του χωριού μας από ότι μου έλεγε η μητέρα μου το χωριό ήταν πολλή μικρό και κατά περιόδους ήλθαν και άλλοι από άλλα χωριουδάκια από τον φόβον των επιδρομέων (άλλος από του λύκου την βρύση σήμερα εις την Αλβανία αυτή η βρύση βόλκοβα τσέσμα άλλοι από το πουθενά ευρισκόμενοι ανάμεσα Διποταμιά και Λεπτοκαρυά και άλλοι από τον Άγιο Σπυρίδωνα Ζβεκούροβο),(και έχει γίνει μέσο 1600-1500),και αυτό συμπεραίνω από τον παλαιό ναό του Αγίου Αθανασίου εάν δεν τον χαλνούσαν μερικής της νεολαίας μόλις ανέλαβαν την διοίκησην της κοινότητος αυτά έχω λίγο στην μνήμη μου δια την ύπαρξη του χωριού). Λοιπόν και λίγα για τα θαύματα του Αγίου Αθανασίου: ήταν κάποτε ένας νεαρός από την Ρεβάνη περνώντας από εκεί και ως αγροίκος όπου ήταν τότε οι Τούρκοι εθεώρησε καλό να ουρήσει εις το Αγίον Βήμα από την βρύση του ιερού πηγαίνοντας εις το χωριό του έμεινε παράλυτος και επί πολλή χρονικό διάστημα με διάφορα γιατροσόφια της εποχής εκείνης τίποτε δεν έγινε, και τότε ο νεαρός θυμήθηκε τι είχε κάμει και το είπε εις τους γονείς του και αμέσως ο πατέρας του είχε μελλίσια, πήρε κερί και λάδι και πήγε στην εκκλησία και έγινε καλά ο ασθενής και έκτοτε κάθε χρόνο έφερνε στην εκκλησία και όλα αυτά τα θυμάμαι από την μητέρα μου και τότε οι χριστιανοί ζούσαν πάντα με τον φόβο της λεηλασίας από τους Τουρκαλβανούς της Κυλώνιας και ως εκ τούτου ήταν υποχρεωμένοι οι χριστιανοί να έχουν και έναν Μπέη να προστατεύει το χωριό μας είχεν έναν αρχιληστή τον Αμπετήν  Ισιάγκοτ (δερβέναγας) της περιοχής. Τώρα γράφω και ένα άλλο θαύμα του Αγίου Αθανασίου αυτό το θυμάμαι και εγώ πίσω από την εκκλησία εις το πέριορα ήταν 3 δένδρα εις είδος τρίποδο και μεγαλώνανε και τα τρία ομοιόμορφα και ο τότε πρόεδρος Χρήστος Μαυρουδής πανέχαρος είπε να κοπεί το ένα δένδρο για να κάνουν κάτι για τον μύλο, αλλά κανείς πατριώτης δεν δέχθηκε, είπε μάλιστα σε κάτι Τούρκους και αυτοί αρνήθηκαν και τότε επιβλήθηκε εις τον γαμβρό του Κωνσταντίνο Κωνσταντινίδη και το έκοψε αλλά δεν έγινε τίποτα μόνον που χάλασαν το δένδρο τα αποκόμματα έμειναν επί τόπου κάποτε ήλθε στο χωριό ένας γελαδάρης από την Μοράβα τα χωριά οικογενειακά και επειδή έκαμε κρύο τον χειμώνα ο καημένος κουβαλούσε ξύλα όπου εύρισκε τότε το λένε οι χωριανοί να πάρει τα ξύλα της εκκλησίας τα πήρε ο δόλιος και την πρώτη βραδιά του παρουσιάσθηκε ο Άγιος και τον λέει να πάει τα ξύλα εκεί που τα βρήκε είναι τα κόκαλα του παιδιού μου αυτός όμως δεν το πήρε ζεστά το πράγμα και την άλλη βραδιά παρουσιάσθηκε ο Άγιος και του λέει γιατί δεν άκουσες την συμβουλή και τον κτύπησε. Και βλέπαμε πρωί τον Βαγγέλης με τα ξύλα στον ώμο με κρύο μεγάλο και επειδή ήταν κοντά στο σπίτι μας τον ρωτήσαμε γιατί τα πηγαίνει πίσω μα λέει γιατί τον έδειρε ο Άγιος και αυτός ο Βαγγέλης έχει εδώ ένα παιδί Σωτήριον Βλάχο καλά εγκαταστημένο.
Το 1905-1906 οι ευρισκόμενοι εις Θεσσαλονίκη κάτοικοι Καλη-Βρύσης μόνιμοι  εγκατεστημένοι και εργαζόμενοι συνελθόντες ίδρυσαν μια αδελφότητα για ένα χρονικό διάστημα και διαλύθηκε και τα χρήματα όπου εισπράξανε έστειλαν εις την εκκλησία ένα ωρολόι του τοίχου μεγάλο και κάτι μανουάλια.  Το χωριό μας άρχισε να προοδεύει έγιναν παντοπωλεία και ο Θεόδωρος Κωτσιόπουλος άνοιξε καφενείο και έφερε και γραμμόφωνο με χωνί μεγάλο και όλος ο κόσμος εθαύμαζε ο Θεόδωρος ήταν και ποιητής. Το χωριό μας ήταν προγεφύρωμα στον Μακεδονικό αγώνα από το χωριό εξορμούσαν τα κορίτσια κατέβαιναν από Γράμμο μένανε στο χωριό ολίγες ώρες και το πρώτο σώμα όπου ήλθε ήταν 80 άτομα με αρχηγό Καπετάν Γούτας και αφού όρκισε την επιτροπή τα μεσάνυχτα ανεχώρισαν δια το Πολυάνεμο άλλο προγεφύρωμα με οδηγό τον Σπυρίδωνα Βλάχου και με σύνδεσμον την Σόφα Γκελιόβα εις τον Μακεδονικόν αγώνα ήταν 3 από το χωριό οι οποίοι είχαν διορισθεί από την Μητρόπολη και φυλάγανε το Μοναστήρι Ζωοδόχου πηγής Τσιούκα ήταν Ευθύμιος Κωτσιόπουλος, Ιωάννης Φυσσέας και Ηλίας    Τσέκας.
Λίγα για τα εθήματα του γάμου, την Τετάρτη προ του γάμου κοπάνιζαν ρεβίθια για τα ψωμιά τραγουδούσαν τα κορίτσια, την Παρασκευή το πρωί ο κουμπάρος έβαζε την σημαία (μπαριάκι) ένα παρδαλό μανδήλι στην κορυφή του ξύλου είχε ένα σταυρό και τον στολίζανε με βασιλικό και τρία μήλα. Το γλέντι του γάμου άρχιζε το Σάββατο το βράδυ με φαγοπότι και οι πυροβολισμοί δεν έλειπαν τότε σχεδόν όλοι οπλοφορούσαν. Το Σάββατο δύο παιδιά έπαιρναν μία τσότρα με κρασί και πήγαιναν σε όλα τα σπίτια η σημαία είχε γύρο-γύρο κουδουνάκι και καλούσα την Κυριακή πρωί μαζεύονταν τα κορίτσια και τραγουδούσαν την ώρα του ξυρίσματος υπό του κουμπάρου του γαμβρού εάν η νύφη ήταν από μακρινό χωριό πήγαιναν με άλογα ολόκληρο ιππικό και προσθά η σημαία επάνω σε καλό άλογο και έπρεπε να είναι και χορευτής να ανείξη τον χορό την ώρα όπου ξεκινούσαν τότε άρχιζε μεγάλο τουφεκίδη μετά αφού έπαιρναν την νύμφη και έφθαναν στο χωριό οι περισσότεροι με τα άλογα έκαμαν αγώνες μέχρι τον Άγιο Αθανάσιο και έκαμναν τρεις γύρους και ξεκινούσαν για το χωριό ποιος να φθάσει πρώτος εις το σπίτι του γαμβρού μόλις έφθανε ο πρώτος στο σπίτι πυροβολούσε. Και αυτός όπου είχα την σημαία ανέβαινε με παρέα στο σπίτι και έβαζε την σημαία και όταν έφθανε στο σπίτι η νύμφη πρώτον την κατέβαζαν ή ο πεθερός εάν υπήρχε ή ο κουνιάδος, ο γαμβρός έπαιρνε ένα κλωνάρι κισσό και κτυπούσε τρεις φορές την νύμφη στην πλάτη μπαίνοντας στο σπίτι αλλά και την  επάνω μεριά της πόρτας με μέλι για να είναι γλυκιά, και αμέσως γινόταν η στέψη στο σπίτι και το απόγευμα εύγεναν οι νεόνυμφοι και όλοι οι προσκαλεσμένοι και άρχιζε ο χορός. Την Δευτέρα ήρχονταν οι γονείς με γλυκά και την Τρίτη πήγαινε ο γαμβρός με τους συγγενείς και την Τετάρτη το πρωί πήγαιναν την νύμφη στην βρύση για νερό και εδώ τελείωνε ο γάμος. Την Κυριακή πρωί πηγαίνανε την νύμφη με τραγούδια στην βρύση και έπαιρνε νερό να ρίξει νερό να πλυθούν οι γονείς και αδέλφια για τελευταία φορά.
Στην πρώτη σελίδα έγραψα ότι πολύ κάτοικοι από γειτονικά χωριουδάκια πήγαν και εγκαταστάθηκαν μερικοί ήλθαν και από το Βίτοβο και αυτό μου το είχε πεί ένας από την Κιουτέζα ο οποίος έλεγαν και οι δικοί του οικογένεια ήταν από το Βιτόβο και αυτός που μου το είπε ήταν 75 χρονών  και εγώ 18 και μία οικογένεια ήλθε από κάποιο μακρινό χωριό κοντά στην Βλάτινα και αυτός ονομάζονταν Νικόλαος Καλόγερος και εγκαταστάθηκε στο χωριό και διάδοχοι της οικογένειας Ντούλα και το χωριό του λεγόντανε παλαιό Κρεμίνη.

Έθιμα και γιορτές του χωριού 15 Μαΐου εορτή του Αγίου Αχίλλειου και Αγίου Δημητρίου πανηγύριζε το χωριό και σφάζανε σφαχτά και περιμένανε συγγενείς και φίλοι από άλλα χωριά το νέον έτος γινότανε καρναβάλι το οποίο πήγαινε σε όλα τα σπίτια ήταν ένα νέος νύμφη και άλλος γαμβρός, οι υπόλοιποι ήταν με  φουστανέλες και με σπαθιά τα παιδιά τα μικρά όλα μαζωμένα πήγαιναν στα σπίτια και πέρνανε τρόφιμα διάφορα και το βράδυ πήγαιναν όλοι σε σπίτι όπου είχαν μαγειρέψει και έτρωγαν, ανήμερα της 24ης Ιουνίου γενέθλια Ιωάννου του Προδρόμου πήγαιναν τα κορίτσια και φέρνανε φτέρες και έστρωναν να κοιμηθούν και το πρωί πήγαιναν και μάζευαν λουλούδια και στολίζανε τις πόρτες και βρύσες και τις εκκλησίες το ίδιον γινότανε και για την εορτή Πέτρου και Παύλου….  



ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

Ο αγώνας για την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό, δεν είχε σαν θέμα την απελευθέρωση μόνον της κεντρικής Ελλάδος, αλλά την απελευθέρωση ολοκλήρου του ελληνισμού όπως τον δημιούργησε ο Μέγας Αλέξανδρος ο Μακεδόνας και τον διετήρησε η χιλιετηρίδα του Βυζαντίου, γι΄αυτό και βλέπουμε ο αγώνας αυτός να ξεκινά από τα βόρεια τμήματα, από τις βόρειες περιοχές.
Τρανότατο δείγμα είναι ότι και τα μέλη της φιλικής εταιρείας από τα βόρεια μέρη ξεκίνησαν να διαδίδουν και να σκορπούν τον σπόρο της επιθυμητής ελευθερίας.
Αλλά και ο εθναπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός, τα περισσότερα χρόνια της περιοδείας του τα διέθεσε στην βόρειο Ήπειρο, καλιεργόντας το φυτό της ελευθερίας, και ως εκ τούτου δεν είναι παράδοξο ότι πριν και από αυτό το ένδοξο και ιερό 1821, εις την βόρειο Ήπειρο και την βόρειο Ελλάδα εγίνονταν πολύ συχνά μάχες.
Εις το βιβλίον του εξαίρετου μακεδόνος ιατρού κ.Νικολάου Φίστα ΄΄το τέλος ενός βιβλίου΄΄ βλέπουμε μεταξύ άλλων και τα εξής:
΄΄Είναι γνωστό εκ παραδόσεων ότι εις τα βουνά της Νεβέσκης (Νυμφαίο) και καθ’ολην την περιφέρεια (εννοεί την δυτική Μακεδονία), κατά τον 19ο ιδίως αιώνα εγίνοντο μάχαι μεταξύ Τουρκικού στρατού, ατάκτων τουρκαλβανών και ομάδων ανταρτών, προερχομένων εκ νοτίου Ελλάδος. Εις τας ομάδας ταύτας εσημειώθει ευρυτάτη ένταξις και γηγενών Μακεδόνων μαχητών και εκ τούτων είχον αναδειχθεί πλειστάκις οι αρχηγοί των αντάρτικων σωμάτων. Εις τοιούτος, δράσας επί σειράν ετών επιτυχώς εφέρετο όνομα Βασίλειος Ζούρκας ο Νεβεσκιώτης, επίσης εις το βιβλίο του κ. Σιούκα ΄΄σύντομος ιστορία΄΄ γράφει <<εις την μετανάστευσην συντέλεσεν και η επανάστασης η οποία εκυρήχθη εις τα χωριά (και εννοεί τα παραμεθόρια ελληνικά χωριά Καλη βρύση, Γιαννοχώρι, Σλήμνιτσα, Πιλκάτι, Λιβαδοτόπι) παρά τον οπλαρχηγόν Βασίλειον  Φαρμάκη (ούτος κατήγετο από την Σλήμνιτσα, Ισίδωρος Σιδέρης από το Γιαννοχώρι και Νικόλαος Μπέλος) και Δημητρίου Νταλίπη κατά το έτος 1878, ότε ήλθον δια τον σκοπόν αυτόν μετά πολλών οπαδών των. Δυστυχώς όμως η επανάστασης αυτή δεν ήτο δυνατόν να επιτύχει, διότι η περιοχή περιεκλίετο υπό πολλών μουσουλμανικών χορίων, των οποίων οι κάτοικοι εξηγέρθησαν και καταδίωξαν τους επαναστάτας, και εβασάνισαν τα χωριά μας εις βαθμόν που εξηνηγκάσθησαν πολλοί να φύγουν για την Θεσσαλίαν>>.
Συνεχίζων ο κ.Φίστας, λέει <<τα μέτρα τότε των Τούρκων προς καταδίωξην των ανταρτών μας, οίτινες ηγονίζοντο και προετοίμαζον το έδαφος προς απελευθέρωσην της Μακεδονίας, ήσαν κατά κανόνα ανεπαρκή. Όταν όμως ήρχετο ο βαρύς χειμών εν δυτική Μακεδονία η δραστηριότης των επαναστατών ανταρτών περιορίζετο διότι ηνηγκάζοντο ούτοι να διαχειμάσωσι νοτιότερον.Τότε ως επί το πλείστον εξέσπα κύμα αγρίων βιαιοτήτων εκ μέρους των Τούρκων κατά του Χριστιανικού πληθυσμού και πολλάκις είχε δημιουργηθεί αφόρητος κατάστασης.

Περί της δράσεως των ανταρτικών σωμάτων επικρατεί σύγχησις μεταξύ των ασχοληθέντων περί αυτής. Δηλαδή άλλοι μεν βλέπουν τους αντάρτας μόνον ως ημιθέους αγωνιζομένους δια την ελευθερίαν της Μακεδονίας και άλλοι τους χαρακτηρίζουν ως κοινούς ληστάς…. Και επί του προκειμένου η εμφάνισης των ανταρτικών σωμάτων εν δυτικήν Μακεδονία κατά του 19ου αιώνα υπήρξε πολύτιμος και ανεκτίμητος δια το έθνος μας διότι μεταξύ άλλων εδημιούργησε και άφησεν εις την γόνομον ψυχήν του λαού μας σπέρματα αρματωλικού επαναστατικού βίου, άτινα σιγά σιγά  εγιγαντώθησαν και μετέπειτα ηνωμένοι εθελονταί και γηγενείς παρουσίασαν τον μετ’ολίγον θρύλον του Μακεδονικού αγώνος, όστις οιδαμώς υπολείπεται εις δόξαν και τιμήν παντός άλλου εθνικού αγώνος της φυλής μας……  








ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΛΗ ΒΡΥΣΗΣ

Η Καλη βρύση κατά καιρούς εγαλούχισε και ανέδειξε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην επιστήμη, στα αξιώματα, στην τέχνη, στο εμπόριο. Και ως προς την τέχνη και το εμπόριο έδειξαν ιδιαίτερη κλίση και ενδιαφέρον. Εδώ εφαρμόστηκε και η λαϊκή παροιμία που λέει ΄΄το αγώγι ξυπνά τον αγωγιάτη΄΄γιατί μέρα με τη μέρα καλυτέρευαν την τέχνη τους,το επάγγελμά τους και αναδείχθηκαν οι καλύτεροι τεχνίται ιδίως σαν κτίσται και υλοτόμοι. Μεγάλωναν και τις εμπορικές επιχειρήσεις τους.
Θέλοντας όμως να καλύψουν και τις πνευματικές και επιστημονικές ανάγκες του χωριού. αναδείχθηκαν κατά καιρούς από το ίδιο το χωριό διακεκριμένοι άνδρες που ετίμησαν το όνομα του χωριού και άλλοι μεν προσέφεραν τις υπηρεσίες τους μέσα στο ίδιο το χωριό τους, άλλοι όμως και έξω από το χωριό, σε άλλα γειτονικά χωριά, μέσα στην Ελλάδα μας ή και έξω από την Ελλάδα, στο εξωτερικό.
Έτσι από όσα στοιχεία μπόρεσα και συγκέντρωσα αναδείχθηκαν κατά καιρούς από την Καλη βρύση οι εξής:
α) Πρώτα-πρώτα βέβαια Ιερείς: Απ΄ότι μπορούν και θυμούνται οι συγχωριανοί μας φτάνουν μέχρι τον Χρήστο Δημηρόπουλο, έπειτα ο Δημήτρης Κύρου που ήταν και φραγκοράφτης, ο Χρήστος Παπαδόπουλος, ο Ιωάννης Κωτσόπουλος, ο Παντελεήμων Κωτσόπουλος ή Παπαιωάνου, ο Αθανάσιος Βλαχόπουλος, Ιωάννης Σιάπκαρης και Παντελεήμων Σιάπκαρης.
β) Δάσκαλοι: Σαν δασκάλους θυμούνται μέχρι σήμερα τον Χρήστο Παπαδόπουλο, τον Σπύρο Φυσσέα, Θεόδωρο Μαυρουδή, Παντελή Παπαιωάννου, Λάζαρο Τζέκα, Νικόλαο Δημηρόπουλο και αργότερα και γυναίκες νηπιαγωγοί, Ανδρομάχη Σιάπκαρη.
γ) Ιατροί: Και σε ιατρούς δεν υστέρησε η Καλη βρύση και αυτοί είναι, Σεραφείμ Παπαιωάννου, Ελευθέριος Καραμπίνας, Κων/νος Δημηρόπουλος.
δ) Αξιωματικοί: Μα και αξιωματικοί αναδείχθηκαν ο Παναγιώτης Δημηρόπουλος, Βασίλειος Δημηρόπουλος και Κων/νος Δημηρόπουλος.
ε) Γεωπόνοι: Γεώργιος Γινόπουλος, Χαρίλαος Παπαιωάννου, Χαράλαμπος Δημηρόπουλος, Κων/νος Σκύβαλος, Πέτρος Σιάπκαρης.
στ) Έμποροι: Γεώργιος Δημηρόπουλος, Ναούμ Κύρου, Θεόδωρος Μαυρουδής, Νικόλαος Δημηρόπουλος, Σωτήριος Δημηρόπουλος, Παντελής Δημηρόπουλος, Θωμάς Δημηρόπουλος, Σπύρος Δημηρόπουλος, Γεώργιος Δημηρόπουλος.
ζ) Αρχιτέκτονες: Δημήτριος Βλαχόπουλος, Παντελής Σιάπκαρης.
η) Χρηματισταί: Βασίλειος Μαυρουδής
θ) Σεραφείμ Δημητριάδης, Χρήστος Σιάπκαρης.
ι) Εργοστασιάρχαι: Παντελής Δημηρόπουλος, Ευθύμιος Νοβές, αφοί Γκιουμέλα
ια) Αυτοκινητισταί: Μιχαήλ Νανόπουλος
ιβ) Εργολάβοι: Θωμάς Δημηρόπουλος, Ελευθέριος Κωτσόπουλος, Χρήστος Νανόπουλος, Χρήστος Φιλίππου.
ιγ) Δημόσιοι υπάλληλοι: Γεώργιος Παπαδόπουλος (ΤΤΤ), Ηλίας Τζέκας(ΤΤΤ), Πέτρος Φιλίππου (ΣΕΚ), Χρήστος Φιλίππου(ιπποκράτειο νοσοκομείο).
ιδ) Κασσιτερωταί: Άγγελος Κωτσόπουλος, Αθανάσιος Κωτσόπουλος, Ελευθέριος Κωτσόπουλος, Ευάγγελος Κωτσόπουλος.
ιε) Χυτήριο: Σεραφείμ Τσούγας
ιστ) Ράπται: Ιωάννης παπαδόπουλος, Ιωάννης Κωτσόπουλος, Ναούμ Κύρου, Πετρούλα Γκιουμέλα.




Ο ΑΛΕΥΡΟΜΥΛΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ


Ήτανε τα χρόνια που κυκλοφορούσανε τα αντάρτικα σώματα και που ο γενναίος!! Τουρκικός στρατός έκανε αιφνιδιασμούς στα ελληνικά και χριστιανικά χωριά. Έτσι μια μέρα επισκέφτηκε και την Καλη-βρύση ένα τμήμα άτακτου τουρκικού στρατού, με επικεφαλής τον ποιό αιμοβόρο και κτηνώδη καπετάνιο. Μόλις μπήκαν στο χωριό ζήτησαν από τον πρόεδρο να φροντίσει να τους τακτοποιήσει σε καταλύματα γιατί θα έμεναν εκεί το βράδυ. Δεν είχαν τακτοποιηθεί ακόμα καλά-καλά στα σπίτια οι οπλοφόροι και ενώ ακόμα συζητούσαν ο καπετάνιος με τον πρόεδρο και τους Δημογέροντες ακούστηκε ένας θόρυβος σαν να έπεφταν συνεχόμενοι πυροβολισμοί. Ο τούρκος τα χρειάστηκε άλλαξε δέκα χρώματα, βγήκε έξω από το σπίτι και άρχισε να φωνάζει για να συγκεντρώσει τους άτακτους και άρχισε να χτυπάει αλύπητα τον πρόεδρο γιατί φαντάστηκε πώς στο χωριό είχαν κρυμμένους 'έλληνες αντάρτες και δεν τούς το είπε ο πρόεδρος είδε και έπαθε να γλυτώσει από τα χέρια τους ο πρόεδρος.
Τι είχε να γίνει; Απλούστατα στο χωριό και στο ποτάμι που κατέβαινε από την κόπλιτσα είχανε δύο νερόμυλους, έναν κοινοτικό και ένα του Γεωργίου Δημηρόπουλου. Εκεί πήγαιναν και άλεθαν το σιτάρι, το καλαμπόκι κ.λ.π. όλοι οι κάτοικοι του χωριού, αλλά και από πολλά άλλα χωριά πήγαιναν για να αλέσουν. Επειδή όμως ο μύλος ήτανε πολύ απομακρυσμένος από το χωριό και η τοποθεσία ήτανε σε επικίνδυνο γκρεμό γι’αυτό ο τότε πρόεδρος του χωριού απεφάσισε να εγκαταλείψει τον δικό του νερόμυλο στο ποτάμι και να χτίσει μια φάμπρικα δηλαδή αλευρόμυλο με πετρελαιομηχανή και την έχτισε μέσα στο χωριό τόσο για να είναι κοντά στο χωριό όσο και για ασφάλεια. Είχε κουβαλήσει όλα τα εξαρτήματα, συναρμολόγησε τη μηχανή και εκείνες τις μέρες έκανε τις δοκιμές. Η εξάτμιση που έκανε η μηχανή έμοιαζε πώς είναι πολυβολισμοί και πυροβολισμοί. Ο πρόεδρος κουράστηκε πολύ για να πείσει τους Τούρκους ότι δεν ήτανε αντάρτες αλλά μηχανή μα ποιος να τον πιστέψει. Μερικοί χτυπούσαν τον πρόεδρο και τον έσυραν μέχρι τον μύλο για να βεβαιωθούν αν αυτά που έλεγε ο πρόεδρος ήτανε αληθινά και οι άλλοι ταμπουρώθηκαν για να αντιμετωπίσουν επίθεση. Όταν βεβαιώθηκαν για τον θόρυβο ότι ήτανε από την μηχανή ξαναγύρισαν στα καταλύματα για να κοιμηθούν.
Ο καπετάνιος αφού τακτοποίησε τους άντρες του ζήτησε από τον πρόεδρο να τον οδηγήσουν και αυτόν στο κατάλυμά του. Ο πρόεδρος τον πήγε στο σπίτι μίας εξαδέλφης του για καλύτερα, γιατί το δικό του δεν είχε κατάλληλο!! δωμάτιο για τόσο μεγάλο!! φιλοξενούμενο. Όταν έφτασαν στο σπίτι ρώτησε ο τούρκος τίνος είναι αυτό το σπίτι, τότε ο πρόεδρος του είπε ότι είναι της εξαδέλφης μου. Γιατί σκύλε δεν με πήγες στο δικό σου σπίτι αλλά με έφερες εδώ; Καπετάνιο για καλύτερα σε έφερα εδώ, το δικό μου το σπίτι δεν είναι τόσο καλό. Αν θέλεις πάλι πάμε στο δικό μου.
Την άλλη μέρα όταν έφευγαν, ο τούρκος είπε στον πρόεδρο. Τώρα φεύγουμε, αν ξαναέρθω όμως θέλω να μας κάνεις μεγάλη υποδοχή. Δεν ξαναχρειάστηκε όμως γιατί ύστερα από λίγες μέρες έφτασε ο Ελληνικός στρατός και ελευθέρωσε και αυτά τα ελληνικά χωριά...




                                                      ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΦΙΛΟΙ

Μια φθινοπωρινή μέρα που ήταν γιορτή και τα παιδιά δεν είχαν σχολείο, πέντε παιδιά από 8-10 χρόνων συνεννοήθηκαν μεταξύ τους, πήραν τα γαϊδουράκια τους και τα τσεκούρια από το σπίτι και χωρίς να πουν τίποτε στους δικούς τους πήραν το δρόμο και πήγαν στο βουνό για να κόψουν ξύλα για το σπίτι. Στο βουνό είχαν πάει και άλλες πολλές φορές αλλά με τους γονείς τους ή με άλλους μεγαλύτερους συγγενείς. Αφού περπάτησαν αρκετή ώρα ανέβηκαν και κατέβηκαν χαράδρες έφτασαν στο δάσος, βρήκαν  το κατάλληλο μέρος για να κόψουν ξύλα, αφού άφησαν τα ζώα τους να βόσκουν άρχισαν να κόβουν ξύλα. Ύστερα από αρκετή ώρα πείνασαν και δίψασαν, δεν είχαν πάρει μαζί τους ούτε ψωμί, ούτε νερό. Έψαξαν αρκετά μέσα στο δάσος και κάπου βρήκαν μια πηγή με κρύο νερό. Αφού ξεδίψασαν  και δροσίστηκαν τότε τους ήρθε μεγαλύτερη όρεξη για φαγητό. Περιπλανήθηκαν ακόμα πολύ ώρα και κάπου βρήκαν αγριογκορτσιές (μικρά άγρια και ξινά αχλάδια) και κορομηλιές αλλά και αγριόβατα. Αφού χόρτασαν και από αυτά ξαναγύρισαν εκεί που είχαν κόψει τα ξύλα και είχαν αφήσει και τα ζώα για να βόσκουν. Τα ξύλα τα βρήκαν, μα τα ζώα δεν φαίνονταν πουθενά. Έψαξαν αρκετή ώρα χωρίς να τα βρούν. Η ώρα είχε περάσει και άρχισε να βραδιάζει και σε λίγο το σκοτάδι θα απλωνόταν παντού και θα ήταν δύσκολο για να βγουν από το δάσος αλλά είχαν ακούσει και για άγρια ζώα που έχει το δάσος (αρκούδες,λύκους,αγριογούρουνα,κ.λ.π.).Αποφάσισαν να φύγουν χωρίς τα ζώα. Πήραν στους ώμους τους μερικά από τα ξύλα για να δικαιολογήσουν την απουσία τους από το σπίτι και έφυγαν. Τα ζώα αφού βόσκησαν αρκετά και άρχισε να νυχτώνει και δεν έβλεπαν τα αφεντικά τους έφυγαν και αυτά. Τα ζώα έφτασαν νωρίτερα στο χωριό, οι γονείς των παιδιών όταν είδαν τα ζώα κάτι κατάλαβαν και ανησύχησαν πολύ και περισσότερο ανησύχησαν, όταν άρχισε να σκοτεινιάζει και δεν φαινόταν τα παιδιά τους. Όταν αργά έφτασαν και τα παιδιά , η υποδοχή βέβαια που τους έγινε δεν ήταν η κατάλληλη μα τι να γίνει. Από τότε που να το ξανακάνουν. 





                                          ΤΑ ΑΓΡΙΟΠΕΡΙΣΤΕΡΑ


Μια ανοιξιάτικη μέρα τρείς φίλοι που πήγαιναν στην Ε΄τάξη του δημοτικού στο χωριό τους και που ήταν και γειτονόπουλα, ο Χαρίλαος ο Χρίστος και ο Κώστας, επηρεασμένοι από τον καλό καιρό με τα καταπράσινα δένδρα και την λουλουδιασμένη γη, αποφάσισαν να μην πάνε σχολείο στα απογευματινά μαθήματα. Αφού  έφαγαν  το μεσημεριανό τους πήραν και κάτι πρόχειρο προσφάγι μαζί τους και ξεκίνησαν για το βουνό, για αγριοπερίστερα. Ο καθαρός αέρας της οξιάς που σκόρπιζε υγεία και δροσιά ήταν προτιμότερα  από τις άγριες φωνές και τον μαύρο χάρακα του νέου και αυστηρού δασκάλου τους. Κατηφορίζοντας από το χωριό έφτασαν στον κοινοτικό νερόμυλο. Πέρασαν την συμβολή που συναντιόταν τα τρία ποταμάκια, που εκείνη την εποχή (άνοιξη) είχαν αρκετό νερό και άρχισαν σιγά-σιγά να ανεβαίνουν ψιλά. Άφησαν αριστερά το ύψωμα ‘’αετοφωλιά’’ προχώρησαν στο γυμνό μέρος που το χρησιμοποιούσαν για καλλιέργεια και προχώρησαν προς το Μεσόβραχο που ήταν κατάφυτο από ψηλές βελανιδιές, χονδρές και γεροδεμένες με κουφάλες που μέσα τους ζούσαν τα αγριοπερίστερα. Αυτά τους κέντρισαν την όρεξη και την επιθυμία να τα επισκεφτούν. Με την κουβέντα τα τραγούδια και τα γέλια  δεν κατάλαβαν πότε έφθασαν στην κορυφή. Κάθισαν να ξεκουραστούν λίγο και να καταστρώσουν το σχέδιο που ήταν: ο Κώστας θα ανέβαινε στα δένδρα για να ψάξει και να πιάσει τα πουλιά, ο Χρίστος θα τα καθάριζε και θα τα έψηνε και ο Χαρίλαος θα μάζευε ξύλα για να ανάψει την φωτιά, ο Κώστας αφού ανεβοκατέβηκε και έψαξε αρκετές βελανιδιές δεν βρήκε τίποτε. Σε μια όμως στάθηκε τυχερός βρήκε 4 περιστέρια κατάλληλα για ψήσιμο. Θα έτρωγαν από ένα και ένα θα περίσσευε για να το μοιραστούν. Άρπαξε τα πουλιά και άρχισε να κατεβαίνει όταν στα τελευταία κλαδιά έσπασε ένα κλαδί και να σου ο φίλος μας κάτω με το κεφάλι του χτυπημένο και γεμάτο αίματα. Στο θόρυβο που έκανε πέφτοντας άκουσαν οι άλλοι δυο και έτρεξαν κοντά του. Τότε ο ένας ασχολήθηκε να καθαρίσει τα αίματα και ο άλλος να ετοιμάσει τα πουλιά. Ακόμα μισοψημένα άρχισαν να τα τρώνε γιατί η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να γυρίσουν στο χωριό, στα σπίτια τους. Ε και βέβαια ‘’ούτε γάτα ούτε ζημιά’’, Κανένας δεν κατάλαβε τίποτε. Το πρωί με την σάκα στο χέρι ο καθένας τους πήγανε στο σχολείο. Μπήκανε στην αίθουσα και περίμεναν τον δάσκαλο για το μάθημα. Στην τάξη επικρατούσε σιγή, σαν κάτι το σοβαρό να προμηνούσε. Ήρθε ο δάσκαλος, τους καλημέρισε και αμέσως φώναξε να βγουν στο τραπέζι παραδόσεως ο Χαρίλαος, ο Χρίστος και ο Κώστας που προχώρησαν με σκυμμένο το κεφάλι σαν φταίχτες που ήταν. Τότε ο δάσκαλος άρχισε την ανάκριση και με άγριες και δυνατές φωνές ρωτούσε. Που ήσασταν χθες  το απόγευμα και απουσιάζατε από τα μαθήματα; ο ένας κοίταζε τον άλλο ποιος θα αναλάβει τον λόγο και να απαντήσει στο δάσκαλο, και αφού αυτός δεν πήρε καμία απάντηση, ρώτησε τον Χαρίλαο. Αυτός είπε να! Είχαμε πάει στην αετοφωλιά για αγριοπερίστερα. Έτσι είναι Χρίστο; Ρώτησε ο δάσκαλος. Έτσι είναι Κώστα; Ναι απάντησαν τα παιδιά. Και ποιος ανέβηκε στο δένδρο για να τα πιάσει; Ο Κώστας είπαν οι άλλοι δύο. Η ανάκριση τελείωσε και άρχισε το ψαλτήρι και στην συνέχεια το ξύλο. Οι δύο την γλύτωσαν αφού έφαγαν από δύο σφαλιάρες. Ο Κώστας όμως την πλήρωσε ακριβά. Έβαλε τα χέρια στο τραπέζι και ο δάσκαλος με το μαύρο χαράκι άρχισε να χτυπά  δυνατά τα δάχτυλά του. Τα χέρια του είχαν πρηστεί αλλά δεν μπορούσε να διαμαρτυρηθεί, μονάχα έλεγε μέσα του ‘’αν θέλεις ξανακάνε το’’. Το ξύλο αυτό έγινε αφετηρία στη μετέπειτα ζωή του να γίνει καλός, φρόνιμος και επιμελής μαθητής. Το ξύλο αυτό το θυμάται και δεν το ξεχνά ποτέ  αλλά θυμάται και το δάσκαλό του και τον ευγνωμονεί. Αλήθεια τι καιρός και εκείνος;







                                      ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΚΑΙ ΓΙΟΡΤΕΣ

 Τις Κυριακές μετά την λειτουργία κατέβαιναν όλοι στο λειβαδάκι  οι δημογέροντες και αυτοί που γύριζαν από τα ξένα και συζητούσαν τα θέματα και τα προβλήματα του χωριού. Πάντοτε όμως μάλωναν και τα έβαζαν με τον πρόεδρο και τους συμβούλους του για την αδράνειά τους κ.λ.π. Σε μια τέτοια συγκέντρωση αφού είπαν και είπαν όλοι και τα βάλανε πάλι με τον πρόεδρο τότε στο τέλος είπε και ο πρόεδρος, εσάς δεν σας φοβάμαι γιατί είσαστε Κυριακάτικα σκυλιά (δηλ. ήτανε χτίστες και εργάτες που έφευγαν την Δευτέρα και γύριζαν το Σάββατο), Φοβάμαι τα σκυλιά της Δευτέρας (δηλ. αυτούς που έμεναν στο χωριό και μπορούσαν να τον ελέγχουν κάθε μέρα στα καφενεία και στα μαγαζιά του χωριού. Όπως σε κάθε γιορταστική εκδήλωση, Πάσχα, Χριστούγεννα κ.λ.π. δεν υστερούσε το χωριό έτσι και στα πανηγύρια. Τα πανηγύρια μάλιστα τα διοργάνωναν ειδικές επιτροπές και την ιστορία τους, τα πανηγύρια, την έχουν από πολύ παλιά. Τέτοια πανηγύρια είχαν 1) του Αγ. Δημητρίου στις 26 Οκτωβρίου 2) του Αγ. Αχιλλείου στις 15 Μαΐου 3) στα γενέθλια του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου στις 24 Ιουνίου 4) των Αγ. Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στις 29 Ιουνίου 5) το δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα το νέο έτος μέχρι τα Θεοφάνεια και του Αγίου Ιωάννου δηλαδή από τις 25 Δεκεμβρίου μέχρι τις 7 Ιανουαρίου. Αλλά τα σπουδαιότερα ήτανε του Αγίου Αχιλλείου στις 15 Μαΐου. Τότε τα χωριά γιορτάζανε μαζί με την άνοιξη και γέμιζαν όλα τα σπίτια από πανηγυριώτες συγγενείς και φίλους που έρχονταν από τα γύρω χωριά ακόμα και ξένοι έφταναν στα χωριά μια-δύο μέρες νωρίτερα για να γιορτάσουν μαζί το πανηγύρι. Τα σπίτια ολοκάθαρα μέσα και έξω . Οι φούρνοι σε κάθε σπίτι κάπνιζαν όλη την ημέρα πότε για να ψήσουν ψωμί, πότε για να ψήσουν τα φαγητά, αλλά και τα τζάκια με το σάτσι (ένα ειδικό μισοστρόγγυλο θολωτό σιδερένιο ταψί) που το έκαιγαν αρκετά και μετά το τοποθετούσαν επάνω στο ταψί με την πίττα ή το γκιουβέτσι που ήταν τοποθετημένο πάνω στην πυροστιά που ήτανε και αυτή πάνω στη φωτιά, έτσι και το σάτσι τέτοιες μέρες ήτανε στις δόξες του, δεν ξεκουραζότανε καθόλου. Την ημέρα του Αγίου Αχιλλείου το πρωί γινότανε η λειτουργία στην εκκλησία του χωριού τον Άγιο Δημήτριο ή τον Άγιο Αθανάσιο και μετά την λειτουργία έπαιρναν τα φαγητά και ανέβαιναν όλοι μικροί και μεγάλοι στη Αλεβίτσα. Το εκκλησάκι του Αγίου Αχιλλείου βρισκότανε στη κορυφή της Αλεβίτσας 2~3 χιλιόμετρα περίπου μακριά από το χωριό και με δρόμο απότομο ανηφορικό. Στην κορυφή της Αλεβίτσας βρίσκεται ένα αρκετά ευρύχωρο και ισοπεδωμένο μέρος, εκεί οι προσκυνητές και οι πανηγυριώτες έψηναν στην σούβλα τα αρνιά, τα κατσίκια, έστρωναν τις βελέντζες και διασκέδαζαν όλη τη μέρα μέχρι αργά το βράδυ, μαζεμένοι παρέες-παρέες. Η μια παρέα έδινε στην άλλη από τα φαγητά τους από τα φρούτα από τα κεράσματά τους και οι προπόσεις έπαιρναν και έδιναν  και ακολουθούσαν η μια την άλλη, μέσα στον πανζουρλισμό εκείνο έφταναν και εκείνοι που ήτανε ορισμένοι από τη διοίκηση της εκκλησίας και μοιράζανε σε όλους ψωμί, τυρί, κρέας, φρούτα, γλυκά από της εκκλησίας σαν ευλογία, Πολλοί από τα φαγητά αυτά τις εκκλησίας φρόντιζαν κάτι να περισσέψει και να πάνε και στο σπίτι σ’εκείνους που δεν μπορούσαν να πάνε στο πανηγύρι και έμειναν στο σπίτι. Στο πανηγύρι οι προσκυνητές έφερναν και τάματα (αρνιά, κατσίκια, κότες, τυριά κ.λ.π.) τα έδιναν στην εκκλησιαστική επιτροπή και αυτή με τη σειρά της, άλλα έβγαζε στη δημοπρασία και άλλα μαγείρευε για τους προσκυνητές. Στα πανηγύρια χρησιμοποιούσαν ρεβυθένιο ψωμί και πίττες, στο τέλος έβγαινε δίσκος για την εκκλησία και αργά το βράδυ ξαναγύριζαν όλοι μαζί στο χωριό με χαρές και τραγούδι.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου